υπολύδιος

υπολύδιος
-α, -ο / ὑπολύδιος, -ον, ΝΑ
(στην αρχ. ελλην. μουσ.) η κατά μία πέμπτη χαμηλότερη κλίμακα τού λύδιου τρόπου
νεοελλ.
(στη μσν. ευρωπ. μουσ.) ο πλάγιος εκκλησιαστικός τρόπος που έχει ως βάση το φα και τού οποίου η έκταση κινείται από την πέμπτη χαμηλότερη τού φα έως την έκτη υψηλότερή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + λύδιος «τρόπος τής αρχαίας ελληνικής μουσικής»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὑπολύδιον — ὑ̱πολύδιον , ὑπολύδιος hypo Lydian masc/fem acc sg ὑ̱πολύδιον , ὑπολύδιος hypo Lydian neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύδιος τρόπος — Μία από τις συνολικά δεκαπέντε κλίμακες της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Προερχόταν από τη Λυδία και διδάχθηκε στην Ελλάδα από τον Όλυμπο, σύμφωνα με τον Αριστόξενο. Ο λύδιος, όπως και ο φρύγιος τρόπος, αποδίδονταν επίσης σε θεότητες ή ποιητές της …   Dictionary of Greek

  • ὑπολυδίου — ὑ̱πολυδίου , ὑπολύδιος hypo Lydian masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολυδίῳ — ὑ̱πολυδίῳ , ὑπολύδιος hypo Lydian masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολύδια — ὑ̱πολύδια , ὑπολύδιος hypo Lydian neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολύδιοι — ὑ̱πολύδιοι , ὑπολύδιος hypo Lydian masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”